θεραπευτικός

θεραπευτικός
θερᾰπ-ευτικός, ή, όν,
A inclined to serve, c. gen.,

τῶν φίλων X.Ages.8.1

;

εὐσέβεια δύναμις θ. θεῶν Pl.Def.412e

;

θεοῦ Ph.1.202

(but τὸ θ. γένος, = θεραπευταί, Id.2.473); inclined to court, τῶν δυνατῶν, τοῦ πλήθους, Plu.Lys.2, Comp.Lyc. Num.2;

τὸ θ. τῆς ὁμιλίας Id.Lys.4

.
2 abs., courteous, obsequious, in good and bad sense, X.HG3.1.28 ([comp] Comp.), Plu.Luc.16;

θ.παρρησία Id.2.74a

. Adv.

-κῶς Id.Art.4

;

θ. ἔχειν τινός Ph.1.186

, cf. Str.6.4.2
.
II inclined to take care of, careful of, λόγου dub. l. in Men.402.15.
2 esp. of medical treatment, ἕξις θ. a valetudinarian habit of body, Arist.Pol.1335b7; ἡ -κή, = θεραπεία, Pl.Plt.282a; also τὸ -κόν therapeutics, Dsc. Ther.Praef. (but also τὸ περὶ παθῶν θ., title of a work on moral remedies by Chrysippus, Phld.Ir.p.17 W.); περὶ θ. μεθόδου, title of work by Galen.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεραπευτικός — inclined to serve masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτικός — ή, ό (AM θεραπευτικός, ή, όν) [θεραπευτές] νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η θεραπευτική ο κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τους θεραπευτικούς παράγοντες και την εφαρμογή τους για ανακούφιση ή θεραπεία τών ασθενών νεοελλ. μσν. αυτός που ανήκει ή… …   Dictionary of Greek

  • θεραπευτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στη θεραπεία: Το νερό αυτής της πηγής έχει θεραπευτικές ιδιότητες. – Θεραπευτική αγωγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεραπευτικά — θεραπευτικός inclined to serve neut nom/voc/acc pl θεραπευτικά̱ , θεραπευτικός inclined to serve fem nom/voc/acc dual θεραπευτικά̱ , θεραπευτικός inclined to serve fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτικώτερον — θεραπευτικός inclined to serve adverbial comp θεραπευτικός inclined to serve masc acc comp sg θεραπευτικός inclined to serve neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτικῶν — θεραπευτικός inclined to serve fem gen pl θεραπευτικός inclined to serve masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτικόν — θεραπευτικός inclined to serve masc acc sg θεραπευτικός inclined to serve neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτικαῖς — θεραπευτικός inclined to serve fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτικαί — θεραπευτικός inclined to serve fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτικοῖς — θεραπευτικός inclined to serve masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευτικοί — θεραπευτικός inclined to serve masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”